- ημιανάταση
- η(γυμναστ.) η ανάταση τού ενός χεριού κατακόρυφα προς τα πάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + ανάταση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημιανάταση — η (γυμν.), τάση του ενός χεριού προς τα πάνω και κατακόρυφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek